Οι δύο τελευταίες καλλιεργητικές περίοδοι (2022/23 και 2023/24) μπορεί να είναι η αρχή μιας νέας τάσης στις τιμές και την οικονομία του ελαιολάδου
Περίοδο αβεβαιότητας διανύει η αγορά ελαιολάδου, με τους παραγωγούς, τους μεταποιητές και τους εξαγωγείς να βρίσκονται μπροστά σε προκλήσεις που απορρέουν τόσο από τις διακυμάνσεις στις τιμές όσο και στα σκαμπανεβάσματα της προσφοράς.
Αν και οι βραχυπρόθεσμες προβλέψεις μπορεί να υποδηλώνουν σταθερότητα, η ανθεκτικότητα της αγοράς εξαρτάται από την αλληλεπίδραση διαφόρων παραγόντων, καθιστώντας επιτακτική την ανάγκη για τους φορείς του κλάδου να προσαρμοστούν και να χαράξουν ανάλογη στρατηγική.
Την ίδια στιγμή, οι ειδικοί του χώρου, οι οποίοι αναλύουν τις τάσεις αλλά και τα δεδομένα στην αγορά του ελαιολάδου, προειδοποιούν ότι η περίοδος καλλιέργειας 2022/23 και 2023/24 μπορεί να είναι η αρχή μιας νέας τάσης στις τιμές και την οικονομία του ελαιολάδου.
Παράγοντες της ευρωπαϊκής αγοράς σχολιάζουν ότι ο κλάδος τους ελαιολάδου βρίσκεται στην κόψη του ξυραφιού, με τους παραγωγούς να εναποθέτουν τις ελπίδες τους στην αύξηση της παραγωγής τους επόμενους μήνες αλλά και στην αύξηση των τιμών για όσα αποθέματα έχουν διαθέσιμα στις αποθήκες τους, ενώ οι αγοραστές αναμένουν την περαιτέρω μείωση των τιμών.
Οι προοπτικές για το επερχόμενο καλλιεργητικό έτος 2024/25 πιθανότατα θα διαδραματίσουν κρίσιμο ρόλο στον καθορισμό των μελλοντικών τιμών, καθώς πολλοί μεγάλοι αγοραστές διστάζουν να δεσμευτούν σε μεγάλα συμβόλαια έως ότου οι εκτιμήσεις για τη συγκομιδή γίνουν σαφέστερες.
Πτωτική πορεία
Οι τιμές αναφοράς της Mintec για το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο ακολουθούν πτωτική πορεία, με την τιμή αναφοράς για την Ανδαλουσία να διαμορφώνεται στα 7,80 ευρώ/κιλό στις 19 Απριλίου, μετά την επίτευξη της πρωτοφανούς τιμής των 9,20 ευρώ/κιλό τον Ιανουάριο του 2024,. Η μείωση αυτή στην τιμή, σύμφωνα με τους αναλυτές, οφείλεται στην αύξηση παραγωγή της Ισπανίας για την περίοδο 2023/24.
Ειδικότερα, οι παράγοντες της αγοράς που συμμετείχαν στην έρευνα της Mintec προβλέπουν τώρα ένα εύρος παραγωγής 830.000 – 850.000 τόνων, σημειώνοντας αύξηση κατά περίπου 40.000 τόνους σε σχέση με τις προηγούμενες εκτιμήσεις στις αρχές του Μαρτίου. Αν και φαινομενικά η αύξηση αυτή είναι μέτρια, η προσαρμογή αυτή, σε συνδυασμό με τις πρόσφατες ευεργετικές βροχές του Μαρτίου και του Απριλίου, ώθησε ορισμένους παραγωγούς αλλά και εμπόρους, να ρευστοποιήσουν τα αποθέματα για να αποφύγουν περαιτέρω μειώσεις των τιμών.
Ωστόσο, αυτό πυροδότησε ένα «πτωτικό σπιράλ τιμών», με τους πωλητές να προσφέρουν ακόμα φθηνότερες τιμές, χωρίς όμως να υπάρχει το ανάλογο αντίκρισμα από τους καταναλωτές, οι οποίοι αναμένουν περαιτέρω πτώση των τιμών.
Οι καταναλωτικές τάσεις
Ανησυχία επικρατεί και για τις καταναλωτικές τάσεις, καθώς οι παράγοντες της αγοράς αναφέρουν ότι η μείωση αυτή επηρεάζεται από τις συγκριτικά υψηλές τιμές λιανικής πώλησης του ελαιολάδου σε σύγκριση με τα εναλλακτικά μαγειρικά έλαια, όπως ο ηλίανθος ή η ελαιοκράμβη.
«Η ανησυχία αυτή επιτείνεται από τους φόβους για οικονομική ύφεση εντός της ΕΕ, που ιστορικά οδηγούν τους καταναλωτές να αναζητήσουν πιο προσιτές εναλλακτικές λύσεις, γεγονός που δυνητικά μειώνει τη ζήτηση για ελαιόλαδο στα τρέχοντα επίπεδα τιμών», εκτιμούν οι αναλυτές.
Τι δείχνουν τα στοιχεία
Η συνολική παραγωγή ελαιολάδου στην ΕΕ εκτιμάται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ότι θα ανέλθει σε 1.488.000 τόνους την περίοδο 2023/24, παρουσιάζοντας αύξηση 7% σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο. Ωστόσο, η αύξηση αυτή είναι πολύ χαμηλότερη από τον μέσο όρο της πενταετίας.
Αυτή η ποσότητα υπερβαίνει τους 1.392.300 τόνους της προηγούμενης σεζόν, ωστόσο παραμένει σημαντικά χαμηλότερη από τη μέση παραγωγή της δεκαετίας. Σε παγκόσμιο επίπεδο, η Επιτροπή αναφέρει ότι η παραγωγή ελαιολάδου για το καλλιεργητικό έτος 2023/24 προβλέπεται να φτάσει τους 2.490.000 τόνους. Οι εκτιμήσεις που δημοσιεύθηκαν από το Διεθνές Συμβούλιο Ελιάς το Νοέμβριο προέβλεπαν ότι η παγκόσμια παραγωγή θα φτάσει τους 2.407.000 τόνους το 2023/2024. Παρά την αύξηση αυτή που ενισχύει τη διαθεσιμότητα ελαιολάδου μετά από δύο διαδοχικές δύσκολες περιόδους, η παραγωγή παραμένει σχεδόν 21% κάτω από τον μέσο όρο της περασμένης δεκαετίας.
Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, η παραγωγή ελαιολάδου στην Ισπανία και την Ιταλία ξεπέρασε τις αρχικές εκτιμήσεις, γεγονός που σημαίνει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση αναμένει τώρα ελαφρώς υψηλότερες αποδόσεις από ό,τι είχε αρχικά προβλεφθεί για το έτος καλλιέργειας 2023/24. Η βελτιωμένη συγκομιδή, σε συνδυασμό με έναν υγρό χειμώνα είχαν ως αποτέλεσμα μια μικρή ανάπαυλα στην αγορά ελαιολάδου, η οποία αντικατοπτρίζεται στη μείωση των τιμών από τα υψηλά ρεκόρ του Ιανουαρίου.
Η Ελλάδα αντιμετώπισε σημαντικές προκλήσεις με τη ζέστη και τον δάκο της ελιάς, με την παραγωγή ελαιολάδου να φτάνει (στοιχεία έως τον Φεβρουάριου 2024) σε 146.000 όνους μετρικών τόνων το 2023/24, μια σημαντική μείωση από την παραγωγή ρεκόρ του προηγούμενου έτους, η οποία ανήλθε σε περίπου 340.000 τόνους.
Επιπλέον, η Τουρκία, βασικός προμηθευτής της ΕΕ, αναμένεται η παραγωγή ελαιολάδου να φτάσει μόλις στους 180.000 τόνους, σε σύγκριση με περίπου 410.000 τόνους την προηγούμενη περίοδο.
Σύμφωνα με τους αναλυτές, η παράταση της απαγόρευσης εξαγωγής ελαιολάδου από την Τουρκία, η οποία αρχικά είχε οριστεί να λήξει τον Νοέμβριο του 2023 λόγω ανησυχιών για τις τοπικές τιμές, διέψευσε τις ελπίδες για αύξηση των τουρκικών εξαγωγών προς την ΕΕ μετά την άρση της απαγόρευσης.