*Αθανάσιου Θ. Φωτόπουλου, πρ. Καθηγητού Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πατρών
Κάθε χρόνο στις 20 Ιουλίου στο Λαντζόι γινόταν το πανηγύρι τ’ Άι-Λιος με όργανα, χορούς, μπύρες και γουρνοπούλα. Πήγαινα κι εγώ, στα εφηβικά μου χρόνια, όταν ξεκαλοκαίριαζα στον κάμπο, στ’ Αρμυρίκι. Τότε στα σπίτια δεν είχαμε ραδιόφωνα και τηλεοράσεις και περιμέναμε πώς και πώς την ημέρα του πανηγυριού, για να γεμίσει η ψυχή μας χαρά και μουσική.

Αθανάσιος Φωτόπουλος, πρ. Καθηγητής Ιστορίας Πανεπιστημίου Πατρών
Κατά τον Βοσκόπουλο, “οι αναμνήσεις ξαναγυρίζουνε και μου θυμίζουνε τα περασμένα”. Οι άνθρωποι του παρελθόντος δεν ζουν πια, από τους τωρινούς δεν γνωρίζω κανένα. Έχουν περάσει από τότε 60 ολόκληρα χρόνια. Ωστόσο, το ενδιαφέρον που καταγράφηκε μετά την δημοσίευση της περασμένης Κυριακής (2/3/2025) της συνέντευξης της Κλάρας Καλογεροπούλου από τη Γαστούνη, που την δεκαετία του ’60 αποτελούσε ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα στην νυχτερινή ζωή της Ηλείας και της Πελοποννήσου, ανασύρω σήμερα (9/3) ένα παλιότερο αυτοβιογραφικό κείμενό μου και θέλω να το μοιραστώ με τους φίλους μου που ίσως το βρουν ενδιαφέρον…
Ἡ Κλάρα
Ὄχι, δὲν πρόκειται γιὰ καμμιὰ κλάρα δέντρου. Ὄνομα εἶναι. Καὶ δὲν ἐννοῶ τ’ ὄνομα τῶν σεπτῶν Ἁγίων γυναικῶν τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ φέρει μιὰ συμπατριώτισσά μας, ἡ Κλάρα ἡ νταλκαδιάρα. Τ’ ὄνομά της δὲν ἔχει καταχωριστεῖ στὶς ἐγκυκλοπαίδειες, οἱ νεότεροι -ἴσως εὐλόγως- τὴν ἀγνοοῦν, ὅμως ὅσοι ἔχουν περάσει τὰ πενήντα κι ἔζησαν στὸν εὐλογημένο τόπο μας τὴ δεκαετία τοῦ ’60, τὴν ξέρουν πολὺ καλὰ καὶ τὴν ἀναπολοῦν μὲ συγκίνηση, ὅπως ἀκριβῶς ἀναπολοῦν κάθε τι ποὺ τοὺς ταρακούνησε τὴν ψυχὴ καὶ τώρα πλέον ἀποτελεῖ παρελθόν.
῏Ηταν, θυμᾶμαι, καλοκαίρι τοῦ ’68. Ἡ δικτατορία εἶχε χαρίσει τ’ ἀγροτικὰ χρέη, ἡ ζωὴ ἦταν φτηνή, τὸ ντόπιο κρασάκι ἄρχισε νὰ ἐκτοπίζεται ἀπὸ τὴ μπύρα. Τηλεόραση δὲν ὑπῆρχε, τὸ ἠλεκτρικὸ ρεῦμα δὲν εἶχε φτάσει σὲ ὅλα τὰ χωριά, καὶ ἡ διασκέδαση σπάνια καὶ μονότονη. Τὸ καφενεῖο ἦταν τὸ μοναδικὸ καταφύγιο τῶν μεγαλύτερων, οἱ νέοι ξέδιναν στὰ ποδοσφαιράκια -οἱ γυναῖκες δὲν ἄδειαζαν, γιατὶ τὶς ἔτρωγε ἡ ξωμαχιά. Κάπου-κάπου ἐρχόταν κι ὁ κινηματόγραφος, μιὰ πολυμεταχειρισμένη καὶ θορυβώδης μηχανὴ προβολῆς ποὺ ἔπαιζε ἑλληνικὲς συνήθως ταινίες στὸ καφενεῖο καὶ ἐξασφάλιζε τὸ μεροκάματο στὸν ἰδιοκτήτη της. Ὅσο πλησίαζε ὁ Ἰούλιος, ὅλοι, μὰ ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, περίμεναν τὸ πανηγύρι, ὄχι τόσο γιὰ νὰ παρακολουθήσουν μὲ κατάνυξη τὴ λειτουργία γιὰ τὸν πολιοῦχο τους, ὅσο γιὰ νὰ πᾶνε στὰ ὄργανα.

Διαφήμιση στην «Πατρίδα», 20.7.2023
Τὸ βραδάκι τ’ Ἁι-Λιός, στὸ Λαντζόι οἱ καφετζῆδες εἶχαν καταβρέξει τὸν κεντρικὸ χωματόδρομο τοῦ χωριοῦ καὶ εἶχαν βγάλει ἔξω τραπεζάκια καὶ καρέκλες. Ἐκεῖ θὰ πήγαιναν οἱ «σοβαροὶ» νοικοκυραῖοι, ἀλλὰ καὶ τὰ μπατιράκια, ποὺ θ’ ἀπολάμβαναν τὴ λεμονάδα, τὸ γλυκὸ τοῦ κουταλιοῦ ἢ τὴ βανίλια τους μ’ ἕνα δίφραγκο καὶ θ’ ἄκουγαν, ἔστω κι ἀπὸ μακρυὰ, τὰ ὄργανα. Οἱ ἄλλοι, οἱ γλεντζέδες καὶ οἱ σεβνταλῆδες, θὰ πήγαιναν στὴν πλατεῖα, ὅπου τὸ συγκρότημα τοῦ Σάκη Κάβουρα θὰ μετέτρεπε σὲ Τέξας τὸ χωριό, ὅπως χαρακτηριστικὰ ἔγραφε ἡ «Πατρίδα» στὸ πρωινό της φύλλο. (ΦΩΤΟ ΕΠΑΝΩ).
Κουνήσου, Κλάρα, γιὰ νὰ μὴ μᾶς φύγουν οἱ πελάτες!
Ὅταν ἔφτανε τὸ συγκρότημα, ἀκούγονταν τὰ πρῶτα ἐπιφωνήματα: Γειά σου, Σάκη μεγάλε, μὲ τὸ μπουζούκι σου, καλῶς τα κορίτσια τὰ ὄμορφα κ.τ.τ. Ὁ Σάκης ἦταν ἡ ψυχὴ τοῦ συγκροτήματος. Μὲ τὸ ἄσπρο του κουστούμι, τὸ σγουρὸ μαλλί, τὸ χαμηλὰ ξυρισμένο μουστάκι καὶ τὴ μάγκικη φωνή του ἦταν ὁ τελετάρχης τοῦ ξεφαντώματος. Ξεκινοῦσε μὲ τὰ βαρυμάγκικα τοῦ τύπου Τὸ Χάρο τὸν ἀπάντησαν πέντ’ ἕξι χασικλῆδες, κι ὅταν ἄρχιζε νὰ φουντώνει τὸ κέφι, ἔδινε τὸ μικρόφωνο στὰ κορίτσια. Ὄμορφα, καλοχτενισμένα καὶ προκλητικὰ ντυμένα τραγουδοῦσαν καὶ λικνίζονταν προκαλώντας ὅλες τὶς αἰσθήσεις τῶν χαροκόπων. Ἡ γουρνοπούλα σερβιριζόταν στὴ λαδόκολλα, ἡ μπύρα ἔρρεε ἄφθονη. Ἂς πάει καὶ τὸ παλιάμπελο, ἡ ζωὴ θέλει χαρὲς καὶ γλέντια, τὰ λεφτὰ θὰ κοιτᾶμε τώρα…
– Κοίτα, Θανάση, μοῦ ψιθύρισε κάποια στιγμὴ ὁ μπαρμπα-Μῆτσος ὁ Γοῦτος, βάνουν τὰ κατοστάρικα στὸ σουτιὲν τῆς ντιζὲζ καί, ὅταν τὰ φᾶνε ὅλα, θὰ τοὺς φταίει ἡ κατάσταση.
Μὰ ἐγὼ οὔτε ποὺ τοῦ ἔδινα σημασία. Τί μὲ ἔνοιαζαν ἐμένα, ἕναν ἔφηβο μὲ δύναμη, ὁρμὴ καὶ ἀνεμελιά, οἱ φοβίες, οἱ γκρίνιες καὶ οἱ μικροψυχίες ἑνός ἡλικιωμένου ἀνθρώπου… Ἐγὼ κοιτοῦσα, ἀληθινὰ μαγεμένος, τὴν ὄμορφη νεαρὴ τραγουδίστρια ποὺ σκόρπιζε τὸ κέφι. Δὲν ἦταν μόνο ἡ μουσικὴ καὶ τὸ τραγούδι ποὺ μὲ μάγευαν, ἦταν, κυρίως, ἡ κίνηση, τὸ σκέρτσο, τὸ νάζι της, τὸ φόρεμα ποὺ ἔσφιγγε τὸ κορμί της καὶ τὸ κατάμαυρο μαλλί της κομμένο καὶ χτενισμένο ἀλὰ Κλεοπάτρα. Ἦταν ἡ Κλάρα, ποὺ σκόρπιζε νταλκάδες, ἡ νταλκαδιάρα, ὅπως τὴν ἤξερε ἡ Ἠλεία καὶ ὁλόκληρη ἡ Πελοπόννησος.

Η Κλάρα εικονίζεται πρώτη από δεξιά.
Ἡ ὥρα περνοῦσε, ὁ κόσμος ἀραίωνε, οἱ μουσικοὶ ἔβαναν τὰ δυνατά τους νὰ τὸν κρατήσουν. Κι ὁ Κάβουρας πέταξε τότε, ὅπως συνήθιζε, τὸ γνωστό καὶ ξεκαρδιστικό: Κουνήσου, Κλάρα, γιὰ νὰ μὴ μᾶς φύγουν οἱ πελάτες!
Μιὰ ἀληθινὴ κυρία
Οἱ εὐχάριστες στιγμές τῆς ζωῆς δὲν ξεχνιοῦνται εὔκολα. Ἔτσι κι ἐγώ, ἂν καὶ ζοῦσα μακρυά, δὲν ξέχασα τὴν Ἠλεία τοῦ ’60, τὰ πανηγύρια, τὸν Κάβουρα καί, προπάντων, τὴν Κλάρα. Πάντα ρωτοῦσα νὰ μάθω γιὰ ὅλα αὐτά. Ὅμως μάθαινα πὼς τὰ πανηγύρια λιγόστεψαν κι ἄλλαξαν, καὶ οἱ ἄνθρωποι διασκεδάζουν τώρα διαφορετικά˙ πὼς ὁ Κάβουρας ἔφυγε ἀπὸ αὐτὴ τὴ μάταιη ζωὴ καὶ ἴσως διασκεδάζει τώρα μὲ τὸ μπουζούκι του τοὺς κολασμένους˙ καὶ πὼς ἡ Κλάρα -ποὺ σύντομα ἀποσύρθηκε ἀπὸ τὸ ἐπάγγελμα γιὰ ν’ ἀφοσιωθεῖ στὴν οἰκογένειά της- ἔγινε μιὰ δραστήρια ἐπιχειρηματίας ἀνοίγοντας μιὰ φιλόξενη ταβέρνα στὸ χωριό Μάχου.
Πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια ἀνέθεσα στὴ φοιτήτριά μου Κανέλλα Χρόνη ἀπὸ τὸ Βαρθολομιὸ νὰ πάρει μιὰ συνέντευξη ἀπὸ τὴν κοντοχωριανή της τὴν Κλάρα. Ἡ τελευταία μὲ δυσκολία ἄνοιξε τὴν καρδιὰ καὶ τὴ μνήμη της. Μὲ τὴν τεράστια πεῖρα ζωῆς ποὺ ἔχει, ἴσως γνωρίζει καλύτερα ἀπὸ ἐμένα τοὺς ἀνθρώπους, ἄλλωστε εἶναι σεμνὴ καὶ δὲν τὴν ἐνδιαφέρει ἡ ὑστεροφημία ἀρκούμενη στὴν ἀγάπη καὶ ἐκτίμηση τῶν συμπατριωτῶν της. Εἶναι μιὰ ἀληθινὴ κυρία!