“Κυριακάτικα”… Μπίρ Αλλάχ*

“Κυριακάτικα”… Μπίρ Αλλάχ*

*του Αθανάσιου Φωτόπουλου, πρ. Καθηγητή Ιστορίας Πανεπιστημίου Πατρών

Αθανάσιος Φωτόπουλος, πρ. Καθηγητής Ιστορίας Πανεπιστημίου Πατρών

Όντας έφηβος πέρναγα τα καλοκαίρια μου στον κάμπο του χωριού της μάνας μου, κάπου στην Ηλεία. Μια Κυριακή είδα να μπαίνει στην εκκλησία ένας γέροντας, ο μπάρμπα-Κώστας, με τριμμένο κουστούμι έχοντας κρεμάσει στο σακκάκι του 2-3 παράσημα, που του είχαν απονεμηθεί για τη δράση του στους πολέμους των ετών 1912-1922. Σκληρά πολέμησε στη Μικρά Ασία, μάλιστα πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Τούρκους και έμεινε ένα χρόνο σε στρατόπεδο αιχμαλώτων υποφέροντας τα πάνδεινα. Γύρισε τσακισμένος σωματικά και, κυρίως, ψυχικά. Λέγανε πως από τους κρότους των κανονιών είχε χάσει εν μέρει την ακοή του, κάποιοι τον θεωρούσαν και μισοπάλαβο, κρίνοντας από την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά του. Του είχαν κολλήσει και το παρατσούκλι Μπιρ Αλλάχ, γιατί συχνά -και σαν ψωμοτύρι- επαναλάμβανε αυτή τη φράση, την οποία τότε δεν μπορούσα να εξηγήσω ούτε να δικαιολογήσω. Είδα μια ομάδα παιδιών, που τον συναπάντησαν, να τον καλημερίζουν θέλοντας προφανώς να τον περιπαίξουν, αυτός όμως τους γαμωσταύρισε και τους πήρε με τις πέτρες φωνάζοντας ότι δεν θέλει ούτε την καλημέρα τους ν’ ακούει. Δεν πολυκυκλοφορούσε στην αγορά του χωριού ούτε στο καφενείο καθόταν, όπως συνήθιζαν οι άλλοι συγχωριανοί του.

Ηλείοι μαχητές του μικρασιατικού μετώπου Διονύσιος Δρεμπέλας από το Λαντζόι (αριστερά) και Γρηγόρης Τσαβλής από το Πουρνάρι (δεξιά)

Ένα βράδυ του ζεστού μήνα Αύγουστου είχε έρθει στο χωριό ο κινηματόγραφος. Στο καφενείο είχε στηθεί μια οθόνη, όπου μια μεγάλη και θορυβώδης μηχανή προβολής θα έπαιζε την ταινία “Γοργοπόταμος”. Από τους πρώτους που ήρθαν για να ιδούν το έργο ήταν και ο Μπιρ Αλλάχ. Πιστεύω πως οσφράνθηκε την πολεμική ατμόσφαιρα της υπόθεσης και κάποια άδηλα συναισθήματα τον έφεραν κοντά στον κόσμο.

Στο τέλος της προβολής και πριν ακόμη φύγουν οι θεατές, ήρθε ένας φτωχός περιπλανώμενος γραμμοφωνιτζής, για να διασκεδάσει τον κόσμο και να βγάλει το ψωμί της ημέρας. Από την τσάντα που είχε κρεμασμένη στο πλάι του έβγαλε ένα δίσκο και, κουρντίζοντας το γραμμόφωνο, τον έβαλε να παίξει. Ακούστηκε ένα λαϊκό τραγούδι που το απέδιδε μια γνήσια ρεμπέτικη γυναικεία φωνή. Έπειτα από λίγες στροφές ακούστηκε σ’ αυτό η φράση Μπιρ Αλλάχ, και τότε ο μπάρμπα-Κώστας διέταξε: “Βάλ’ το από την αρχή“. Και το τραγούδι ξανάρχισε: Σαν βγαίνει ο χότζας στο τζαμί,/ αργά σαν σουρουπώνει/ όταν θα πει το Μπιρ Αλλάχ/ το στήθος μου ματώνει”.

Κανείς δεν περίμενε ότι ο απόκοσμος και απόμακρος αυτός άνθρωπος θα έβγαζε από μέσα του τόση ψυχή, τόσο πάθος. Σηκώθηκε, και άρχισε να χορεύει κρατώντας και παίζοντας στο ένα του χέρι το βαρύ κεχριμπαρένιο κομπολόι του. Κοίταζε μόνο στο πάτωμα, αναστέναζε βαθιά, έκανε φιγούρες χτυπώντας με την παλάμη του το πάτωμα.

Ζούσε σε άλλη διάσταση, σε άλλο κόσμο. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την πονεμένη του ματιά, θαρρώ πως ίσως είχε δακρύσει. Και στο τέλος έβγαλε ένα βαθύ αναστεναγμό και με πονεμένη φωνή είπε: “Αχ, στα βάθη της Ανατολής”….

Τώρα, ύστερα από μισόν αιώνα και πλέον, συχνά-πυκνά νιώθω την ανάγκη να ξανακούω το τραγούδι που μεράκλωσε τότε τον μπάρμπα-Κώστα και, -ποιος ξέρει;- τι αναμνήσεις τού ξυπνούσε. Ακούγοντάς το ξαναγυρίζω κι εγώ στα ανέμελα χρόνια της νιότης μου.

ΑΡΘΡΑ ΗΛΕΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ