“Κυριακάτικα”… Ὁ λαογράφος τῆς Ἠλείας Ντῖνος Ψυχογιὸς καὶ τὰ «Ἠλειακά» του*

“Κυριακάτικα”… Ὁ λαογράφος τῆς Ἠλείας Ντῖνος Ψυχογιὸς καὶ τὰ «Ἠλειακά» του*

*του Αθανάσιου Φωτόπουλου, πρ. Καθηγητή Ιστορίας Πανεπιστημίου Πατρών

Αθανάσιος Φωτόπουλος, πρ. Καθηγητής Ιστορίας Πανεπιστημίου Πατρών

Τὸν Ντῖνο Ψυχογιὸ γνώρισα στὰ ἐφηβικά μου χρόνια μέσα στὶς σελίδες τοῦ ἀνεκτίμητου βιβλίου «’Ηλειακὴ Γραμματολογία» τοῦ Τάκη Δόξα. Ἐ-κεῖ διάβασα καὶ τὰ λιτὰ βιογραφικά του· ὅτι γεννήθηκε τὸ 1915 στὸ Νιοχώρι τῶν Λεχαινῶν, ὅτι ἦταν ταμειακός ὑπάλληλος στὴν Ἀθήνα καὶ εἶχε ἀσχοληθεῖ μὲ τὴν Ἱστορία καὶ κυρίως τὴ Λαογραφία τῆς Ἠλείας δημοσιεύοντας μάλιστα ἄρ-θρα καὶ μελέτες. Ἀναφερόταν καὶ ὡς ἐκδότης τοῦ περιοδικοῦ «Ἠλειακά».

Ἐγὼ τότε -ἔχοντας ξενιτευτεῖ ἀπὸ τὴ γενέθλια γῆ λίγα χρόνια πρίν- ζοῦσα σὲ μιὰ περίεργη κατάσταση ἠλειολατρίας ἤ, κάλλιον εἰπεῖν, ἠλειολαγνείας. Διάβαζα βασικὰ βιβλία της ἠλειακῆς ἱστοριογραφίας, ὅπως ἦταν «Ἡ  Ἠλεία διὰ μέσου τῶν αἰώνων» τοῦ εὐπαίδευτου γυμνασιάρχη Γ. Παπανδρέου καὶ «Ἡ Ἠλεία ἐπὶ Τουρκοκρατίας» τοῦ Γ. Χρυσανθακόπουλου, τὰ ὁποῖα εἶχα ἀνακαλύψει σὲ κάποια ὑπαίθρια παλαιοβιβλιοπωλεῖα τῆς πλατείας Κουμουνδούρου. Οἱ γραφικὲς ἀκρογιαλιὲς καὶ τὰ πευκοδάση τῆς πατρίδας μου, ποὺ τ’ ἀπολάμβανα γιὰ λίγο μόνο τὰ καλοκαίρια, τώρα ἔπαιρναν ἄλλο νόημα στὴν ψυχὴ καὶ τὸ πνεῦμα μου. Ὁ τόπος εἶχε παρελθόν, κι ἐγὼ μὲ τὴ βοήθεια τῶν παραπάνω πρωτοπόρων συγγραφέων τὸ ἀποκρυπτογραφοῦσα. Ἡ ἀγάπη μου γιὰ τὴν ἠλειακὴ γῆ γινόταν πάθος φλογερὸ ποὺ δὲν μὲ ἄφησε ποτὲ ὣς τώρα νὰ ἡσυχάσω, ἄσε ποὺ αὐτὸ καθόρισε καὶ τὴν περαιτέρω πορεία μου στὸν ἐπαγγελματικὸ καὶ ἐπιστημονικό μου βίο

Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ τηλεφωνικοῦ καταλόγου ἐπικοινώνησα μὲ τὸν Ψυχογιό. Μὲ κάλεσε γιὰ νὰ μὲ γνωρίσει, κι έγὼ ἀνυπομονοῦσα πότε θὰ τὸν ἐπισκεπτόμουν. Ἕνα κυριακάτικο ἀπόγευμα τοῦ 1965 κτυποῦσα τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ του, μιᾶς παλιᾶς μονοκατοικίας στὰ Ἐξάρχεια, ὁδὸς Πετσόβου 12. Μοῦ ἄνοιξε μιὰ πρόσχαρη καὶ συμπαθέστατη γυναίκα, ἡ κυρία Διονυσία, ἡ σύζυγός του, καὶ μὲ ὁδήγησε στὸ γραφεῖο του. Παντοῦ ὑπῆρχαν βιβλιοθῆκες φορτωμένες μὲ βιβλία. Γρήγορα ἦλθε καὶ τὸ φίλεμα, σπιτίσιο γλυκὸ κουταλιοῦ μὲ κρύο νερό.    

Ὁ κύριος Ντῖνος ἦταν ἕνας μικρόσωμος ἄνθρωπος μὲ εὐγενικὴ φυσιογνωμία. Μὲ τὸ χαμόγελο, τὴν καταδεχτικότητα καὶ τὴν ἁπλότητά του μὲ κέρδισε ἀπὸ τὴν πρώτη κιόλας στιγμή. Δὲν ἦταν λίγο νὰ ἀσχολεῖται ἕνας ὥριμος ἄνθρωπος καὶ γνωστὸς λόγιος μ’ ἕνα ἄγνωστό του παιδαρέλι…  Ὅμως, γρήγορα κατάλαβα, καθὼς ἡ κουβέντα ξεδιπλωνόταν, ὅτι μᾶς συνέδεε κάτι πολύ ἰσχυρό: τὸ πάθος γιὰ τὴν ἰδιαίτερη πατρίδα μας.

Τὸν ἄκουγα μὲ  μεγάλη προσοχὴ καθὼς μιλοῦσε γιὰ τὶς ἠλειακὲς ἀρχαιότητες, τὰ μοναστήρια, τοὺς κώδικες καὶ τὰ ἔγγραφα, τοὺς συγγραφεῖς καί, προπάντων, τὸν λαϊκὸ πολιτισμό, τὴ Λαογραφία. Κατέβασε ἀπὸ κάποιο ράφι ἕναν τόμο τῆς «Λαογραφίας», τοῦ Δελτίου τῆς Ἑλληνικῆς Λαογραφικῆς Ἑταιρείας, τῆς ὁποίας ἦταν μέλος. Καθὼς τὸ ξεφύλλιζε εἶδα ὅτι τὸ βιβλίο εἶχε πλῆθος ὑπογραμμίσεων μὲ μολύβι, πρᾶγμα ποὺ ἔδειχνε ὅτι αὐτὸ δὲν εἶχε ἁπλῶς διαβαστεῖ, ἀλλὰ ἐπισταμένως μελετηθεῖ. Αὐτὴ ἡ παρατήρηση μ’ ἔκανε νὰ θαυμάσω περισσότερο τὸν διαλεχτὸ αὐτὸν ἄνθρωπο. Τὸ ἐνδιαφέρον καὶ ὁ ζῆλος του γιὰ τὴν ἠλειακὴ λαογραφία ἦταν  ὁλοφάνερα καὶ ἔντονα.

Φεύγοντας, ὕστερ’ ἀπὸ πολλὴν ὥρα, πῆρα μαζί μου τὸ πολυτιμότατο δῶρο του: τὸ βιβλίο του γιὰ τὸν κώδικα τῆς Παναγίας τῆς Λεχαινίτισσας και τα 22 τεύχη τοῦ περιοδικοῦ του «Ἠλειακά». Μοῦ εἶχε πεῖ ὅτι ἐξέδιδε αὐτὸ τὸ τριμηνιαίο περιοδικὸ ἱστορικῆς, λαογραφικῆς καὶ γλωσσικῆς σπουδῆς τῆς Ἠλείας ἀπὸ τὸ 1951 ὣς τὸ 1962. Διέκοψε τὴν ἔκδοσή του, γιατὶ μετατέθηκε στὴν Ἀθήνα, ὅπου ἔπρεπε νὰ μεριμνήσει γιὰ τὶς σπουδὲς καὶ τὴν πρόοδο τῶν ἕξι παιδιῶν του, καὶ σκόπευε νὰ συνεχίσει τὸ πατριδογραφικό του αὐτὸ ἔργο μόλις οἱ συνθῆκες θὰ τὸ ἐπέτρεπαν.

Μὲ πραγματικὴ συγκίνηση ξεφύλλισα τὴν ἴδια κιόλας ἡμέρα ὅλα τὰ τεύχη. Δὲν ἐχόρταινα νὰ βλέπω ὀνόματα, τόπους, μνημεῖα καὶ λαογραφικὰ στοιχεῖα τῆς ἰδανικῆς μου πατρίδας, ἡ ὁποία μοῦ ἔλειπε τόσο πολύ. Ὁμολογῶ ὅτι ὁ Ψυχογιὸς μὲ μάγεψε, μὲ μόρφωσε καὶ μὲ παρέσυρε στὸ ὡραῖο ταξίδι τῆς ἔρευνας. Αἰσθάνομαι μεγάλη τὴν ὀφειλή μου ἀπέναντι στὴ μνήμη του καὶ δὲν ξέρω ἂν  καὶ κατὰ πόσο θὰ μπορέσω ποτὲ νὰ τὴν ξεπληρώσω.

Θὰ περίμενε κανεὶς ὅτι στὶς ἡμέρες μας, ὅπου διατίθενται ἀπὸ τοπικοὺς φορεῖς τεράστια ποσὰ «γιὰ τὸν πολιτισμό», κάποιος ἀπὸ τοὺς ἰσχυροὺς δημογέροντές μας θὰ μεριμνοῦσε γιὰ τὴ διάσωση καὶ διάδοση τῆς προσφορᾶς τοῦ ταπεινοῦ πνευματικοῦ ἐργάτη Ντίνου Ψυχογιοῦ…”

Ὁ Ντῖνος Ψυχογιὸς δὲν εἶχε σπουδάσει, εἶχε ὅμως πάρει τὶς στέρεες γνώσεις ποὺ παρεῖχαν τὰ Γυμνάσια τὴν ἐποχὴ ἐκείνη. Ὑπῆρξε μαχητὴς τοῦ ἀλβανικοῦ μετώπου καὶ μεταπολεμικὰ διορίστηκε στὴ δημόσια ὑπηρεσία καὶ ἔμεινε στὸν τόπο του. Δημιούργησε πολυμελῆ οἰκογένεια, μ’ ὅσα αὐτὸ σήμαινε τὴ δύσκολη ἐκείνη ἐποχή, ἀλλ’ αὐτὸ δὲν τὸν ἐμπόδισε νὰ ὀργώνει τὴν Ἠλεία καὶ ν’ ἀποθησαυρίζει τὸν ἱστορικὸ καὶ λαογραφικό της πλοῦτο. Ἦταν ταγμένος στὸν σκοπό του καὶ τὸν ὑπηρετοῦσε μὲ ἱεραποστολικὸ ζῆλο. Δὲν ἦταν ἀποκομμένος ἀπὸ τὴν πνευματικὴ καὶ κοινωνικὴ ζωὴ τοῦ τόπου. Δημοσίευε άρθρα στὸν τοπικὸ Τύπο καὶ προωθοῦσε πολιτιστικὲς ἐδηλώσεις μὲ μεγάλο ἐνδιαφέρον. Σὲ δικές του ἐνέργειες ὀφειλόταν ἡ ἀναβίωση τοῦ μισοξεχασμένου γενιτσαρίστικου χοροῦ, καὶ ἡ συμβολή του ἀναγνωρίστηκε ἀπὸ κορυφαίους ἐπιστήμονες, ὅπως ὁ ἀκαδημαϊκὸς Γεώργιος Μέγας ποὺ ἦλθε στὰ Λεχαινὰ γιὰ νὰ παρακολουθήσει τὸ λαογραφικὸ αὐτὸ δρώμενο. 

Ὁ Ψυχογιὸς μπορεῖ νὰ μὴν εἶχε κάνει ἀνώτερες σπουδὲς καὶ νὰ μὴν εἶχε ἐπιστημονικὴ συγκρότηση, ὡστόσο, εἶχε ἄλλες ἀρετὲς ποὺ κάλυπταν ἐν πολλοῖς τὶς ἀδυναμίες του: ἀκάματη ἐρευνητικότητα, προσπάθεια βιβλιογραφικῆς ἐνημέρωσης, ἄριστη γνώση τοῦ τόπου καί, προπάντων, ἐνθουσιασμὸ καὶ πλήρη συναίσθηση τῆς σημασίας τοῦ ἔργου ποὺ ἐπιτελοῦσε. Γι’ αὐτὸ ἴσως δὲν θ’ ἀποτελοῦσε ὑπερβολή ἡ γνώμη ὅτι χωρὶς τὰ «Ἠλειακά» του δὲν θὰ μπορεῖ νὰ γίνει στὸ μέλλον σοβαρὴ καὶ συστηματικὴ μελέτη τῆς Ἠλείας.

Μιὰ καλοκαιριάτικη ἡμέρα τοῦ 1975 μοῦ ἀνακοίνωσε περιχαρὴς ὅτι θὰ ἐπανεκδώσει τὸ περιοδικὸ καὶ ζήτησε τὴ συνεργασία μου. Αἰσθάνθηκα ἰδιαίτερη τιμὴ κι ἔσπευσα ν’ ἀνταποκριθῶ. Συνταξιοῦχος πιὰ καὶ μόνιμα ἐγκατεστη-μένος στὴ γενέτειρά του, κοντὰ στὰ μέρη ποὺ τόσο ἀγαποῦσε, συνέχισε μὲ νε-ανικὸ ἐνθουσιασμὸ τὸ ἐρευνητικὸ καὶ ἐκδοτικό του ἔργο. Ἐξέδωσε τότε 19 τεύχη (ἀρ. 23-41) καὶ τὸ ἔργο του σταμάτησε μὲ τὸν θάνατό του (9 Σεπτ. 1982).

Βέβαια, μὲ τὸ πέραμα τοῦ χρόνου ὅλα ξεθωριάζουν. Καὶ τὰ πορτραῖτα τῶν προσώπων γίνονται θαμπὰ καὶ τὰ ἔντυπα φθείρονται καὶ σιγά-σιγὰ ἐξαφανίζονται. Ὅπως ἔλεγαν οἱ Λατῖνοι, habent sua fata libelli. Σήμερα τ’  ὄνομα τοῦ Ψυχογιοῦ εἶναι περισσότερο γνωστὸ στὴν περιοχὴ τῶν Λεχαινῶν καὶ λιγοστοὶ εἶναι οἱ Ἠλεῖοι ποὺ κατέχουν πλήρη σειρὰ τοῦ περιοδικοῦ.

Θὰ περίμενε κανεὶς ὅτι στὶς ἡμέρες μας, ὅπου διατίθενται ἀπὸ τοπικοὺς φορεῖς τεράστια ποσὰ «γιὰ τὸν πολιτισμό», κάποιος ἀπὸ τοὺς ἰσχυροὺς δημογέροντές μας θὰ μεριμνοῦσε γιὰ τὴ διάσωση καὶ διάδοση τῆς προσφορᾶς τοῦ ταπεινοῦ πνευματικοῦ ἐργάτη Ντίνου Ψυχογιοῦ. Ἀλλά, δὲν βαριέστε, αὐτὸ δὲν θ’ ἀποτελοῦσε «ἐπένδυση» οὔτε θ’ ἀπέφερε χειροπιαστὸ «κέρδος».

Εὐτυχῶς ποὺ αὐτὸ τὸ μεγάλο κενὸ ἦλθε νὰ καλύψει ὁ μοναδικὸς ἐκδότης τῆς Ἠλείας, ὁ Γιῶργος Δημητρόπουλος ποὺ διατηρεῖ στὴν Ἀμαλιάδα τὸ βιβλιοπωλεῖο «Βιβλιοπανόραμα». Σὲ μιὰ καλαίσθητη ἔκδοση δύο τόμων παρουσίασε ὅλα τὰ τεύχη τῶν «Ἠλειακῶν» καθιστώντας τα προσιτὰ σὲ ὅλους τοὺς Ἠλείους. Νομίζουμε πὼς οἱ τελευταῖοι, καὶ κυρίως οἱ νέοι, πρέπει ν’ ἀποκτήσουν αὐτὸ τὸ μνημεῖο τῆς ἠλειακῆς αὐτογνωσίας.

ΑΡΘΡΑ ΗΛΕΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ