*του Αθανάσιου Φωτόπουλου, πρ. Καθηγητή Ιστορίας Πανεπιστημίου Πατρών

Αθανάσιος Φωτόπουλος, πρ. Καθηγητής Ιστορίας Πανεπιστημίου Πατρών
Περπατώντας μ’ ένα φίλο μου σε κεντρικό δρόμο του Πύργου περάσαμε έξω από ένα εστιατόριο. Ως λάτρης της ελληνικής κουζίνας, και ιδίως των μαγειρευτών φαγητών, του πρότεινα να καθίσουμε για να του κάνω το τραπέζι. Αρνήθηκε αμέσως λέγοντάς μου ότι δεν μπαίνει σε αυτό το μαγαζί, γιατί σ’ αυτό συχνάζουν οι άνθρωποι της κατώτερης τάξης, ο «λαουτζίκος» όπως μου είπε. Και μου πρότεινε να πάμε σε κάποιο εστιατόριο όπου μαζεύεται μόνο ο «καλός ο κόσμος». Γέλασα με τα λόγια του αλλά με γέλιο πικρό. Και ποιος είναι ο «καλός ο κόσμος;» τον ρώτησα. Κατάλαβε το ειρωνικό μου ύφος, αλλά δεν δίστασε να με … διαφωτίσει: -Μα όλη η ανώτερη τάξη, οι ανώτεροι υπάλληλοι και κρατικοί λειτουργοί, οι γιατροί και δικηγόροι, οι εκδότες των τοπικών εφημερίδων, οι μεγαλέμποροι και οικονομικοί παράγοντες, οι πλούσιοι και οι πολυκτήμονες.
Δεν του απάντησα, στ’ αλήθεια όμως στενοχωρήθηκα με τα λόγια του αυτά. Δεν θέλησα να τον βάλω στη θέση του, όμως αρκέστηκα να του μιλήσω για τον πατέρα μου: Ορφανός από τα έξι του χρόνια, άλλα δέκα χρόνια ψυχοπαίδι σ’ ένα χωριό της Αμαλιάδας, μετά βοηθός και αργότερα οδηγός στα λεωφορεία του Πύργου, εργαζόμενος μέσα σε σκληρές συνθήκες για να εξασφαλίσει την επιβίωσή του. Όταν τον κάλεσε η Πατρίδα το 1940 βρέθηκε να πολεμάει στην πρώτη γραμμή του μετώπου και μετά την λήξη του πολέμου γύρισε στον Πύργο με τα πόδια. Στον Εμφύλιο ξαναστρατεύθηκε για ενάμιση χρόνο και πολέμησε στα ορεινά χωριά της Ευρυτανίας. Αυτό που τον χαρακτήριζε ήταν η εντιμότητα, η συνέπεια, η εργατικότητα, η απλότητα, η έμπρακτη φιλαλληλία, η νομιμοφροσύνη και η παντελής αδιαφορία για την απόκτηση πλούτου και υλικών αγαθών. Επιπλέον δημιούργησε μια αξιοπρεπή οικογένεια και φρόντισε να μορφώσει τα παιδιά του. Τέλος, του είπα πως ποτέ δεν κάθισε σε καφενείο της πλατείας του Πύργου, όπου σύχναζε ο “καλός ο κόσμος” αλλά στο “Φτωχοκάλυβο” του Πάνου Τζαβάρα στα Χαλικιάτικα.
– Λοιπόν, ρώτησα τον φίλο μου, σε ποιον «κόσμο» κατατάσσεις τον πατέρα μου; Υποθέτω ότι δεν τον περιλαμβάνεις στον «καλό κόσμο».
Δεν μου απάντησε, όμως μου ψέλλισε κάποια λόγια μπερδεμένα που δεν μπόρεσα να τα καταλάβω. Ήθελα να του διηγηθώ μιαν άλλη μικρή αλλ’ αληθινή ιστορία, όμως δεν θέλησα να τον φέρω σε δύσκολη θέση. Την είχα γράψει παλαιότερα, αλλά θα την παραθέσω εδώ ελπίζοντας πως μαζί σας θα την διαβάσει κι αυτός.
Ὁ περιπτερᾶς
Μερικὲς φορὲς βρέθηκα τυχαῖα στὴν πλατεῖα Αὐγερινοῦ στὸν Πύργο καὶ χρειάστηκε νὰ ἀγοράσω κάτι σ’ ἕνα ἀπὸ τὰ περίπτερα ποὺ ὑπάρχουν ἐκεῖ. Δὲν ξέρω τί ἦταν ἐκεῖνο ποὺ μ’ ἔκανε νὰ συμπαθήσω, ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ποὺ τὸν γνώρισα, τὸν -συνομήλικό μου περίπου- περιπτερᾶ. Ἦταν ἡ διαφαινόμενη ἀγαθότητά του ποὺ καθρεφτιζόταν στὸ πρόσωπό του, ἦταν τὸ χαμόγελο ποὺ σκορποῦσε ἀφειδώλευτα, ἦταν αὐτό ποὺ λέμε ἡ αὖρα του; Δὲν ξέρω. Ξέρω ὅμως πώς, χωρὶς νὰ μὲ γνωρίζει, ἔσπευδε νὰ μὲ ἐξυπηρετήσει καὶ δημιουργοῦσε κάθε φορὰ ἕνα κλῖμα οἰκειότητας, μιὰν ἀνθρώπινη ζεστασιά. Ἦταν πάντοτε πρόθυμος νὰ προτείνει τὸ καλύτερο, νὰ ἐνημερώσει, ἀκόμη καὶ νὰ συμβουλεύσει. Μ’ ἄλλα λόγια νὰ δείχνει τὸ ἀνθρώπινό του πρόσωπο, μᾶλλον ὄχι ἀπὸ ἐπαγγελματικὴ ὑποχρέωση ἀλλὰ ἀπὸ ἔμφυτη καλοσύνη καὶ ψυχική καλλιέργεια. Δὲν γνωρίζω τὴν οἰκογενειακή του καταγωγή, ὥστε νὰ βγάλω κάποια συμπεράσματα γιὰ τὴν ἀγωγὴ ποὺ δέχτηκε, θαρρῶ πὼς οὔτε γράμματα ἀρκετὰ ἤξερε. Προφανῶς οὔτε εὔπορος ἦταν, γιατὶ ὁλημερίς, μὲ ζέστη καὶ μὲ χειμωνιά, δούλευε ἐκεῖ στὴ γωνιὰ τῆς πλατείας, γιὰ νὰ ἐξασφαλίσει τὸν ἐπιούσιο. Ἀμφιβάλλω ἂν εἶχε ἀντιληφθεῖ τὴ συγκίνηση ποὺ μοῦ προκαλοῦσε ἡ συμπεριφορά του. Πάντως, κάθε φορά ποὺ ἔφευγα ἀπὸ τὸ μικρό του περίπτερο, αἰσθανόμουν πὼς ἔφευγα ἀπὸ ἕνα χῶρο φιλόξενο καὶ ἀνθρώπινο.
Στὶς ζεστὲς αὐγουστιάτικες ἡμέρες, κάνα-δυὸ φορὲς ποὺ πέρασα, βρῆκα τὸ περίπτερο κλειστό. Ὑπέθεσα ὅτι, ὅπως οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι, θὰ ἔκανε κι ὁ περιπτερᾶς τὰ μπάνια του, μένοντας ἴσως σὲ κάποιο αὐθαίρετο σπιτάκι τῆς Σπιάντζας ἢ τοῦ Κατακώλου ποὺ θὰ εἶχε φτιάξει μὲ κόπους καὶ στερήσεις. Ὅμως ἕνα δημοσίευμα τῆς «Πατρίδας» (14 Αυγ. 2005, ΦΩΤΟ ΚΑΤΩ) μὲ ἄφησε ἄφωνο:

Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἔκπληξη, ἔνιωσα καὶ μιὰ θλίψη βαρειά. Ἐγώ, ποὺ ποτὲ δὲν κλαίω, αἰσθάνθηκα ἕνα κόμπο στὸ λαιμὸ καὶ κάποιες μικρὲς σταγόνες στὰ μάτια μου. Ἦταν σὰν νὰ ἔχασα ἕνα δικό μου ἄνθρωπο, γιατὶ ἔτσι τὸν ἔνιωθα, ἀφοῦ ποτὲ δὲν δίνω σημασία στὴ συγγένεια τοῦ αἵματος ἀλλὰ στὰ αἰσθήματα, τὴ φιλία καὶ τὴν ἀνθρωπιά.
Μετὰ δυὸ-τρεῖς ἡμέρες τὸ περίπτερο ξανάνοιξε. Ὁ γιὸς τοῦ περιπτερᾶ, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν πόνο, εἶχε πλέον καὶ τὶς εὐθῦνες τοῦ πατρικοῦ σπιτιοῦ, γιατὶ ἡ ζωὴ δὲν σταματᾶ ἀλλὰ συνεχίζεται, ἀπαιτητικὴ καὶ ἐνίοτε ἀμείλικτη. Ἔνιωσα τὴν ὑποχρέωση νὰ τὸν ἐπισκεφθῶ καὶ νὰ τὸν συλλυπηθῶ. Μὲ σφιγμένη καρδιὰ προσπάθησα νὰ ψελλίσω κάποια παρηγορητικὰ λόγια, λέγοντας στὸ τέλος ὅτι ὁ Θεὸς θὰ τὸν ἀναπαύσει.
Βρισκόταν ἐκεῖ κι ἕνας λαϊκὸς ἄνθρωπος, ἡλικιωμένος καὶ μὲ ξυρισμένο χαμηλὰ μουστάκι. Ἀφοῦ ἄκουσε τὰ λόγια μου, μὲ κοίταξε συγκινημένος κατάματα καὶ μὲ τὴν κουρασμένη καὶ βραχνὴ φωνή του εἶπε:
____ Ὁ Θεός, κύριέ μου, εἶναι ἄδικος. Παίρνει πρόωρα τοὺς καλοὺς ἀνθρώπους καὶ ἀφήνει τοὺς κακούς, τοὺς ἄχρηστους καὶ τὰ παράσιτα. Ξέρω πὼς ἁμαρτάνω μὲ αὐτὰ ποὺ λέγω, ἀλλὰ μὲ πνίγει ἡ ἀγανάκτηση. Βλέπουμε γύρω μας νὰ κυριαρχεῖ ἡ βρώμα καὶ ἡ δυσωδία. Νὰ μᾶς προκαλοῦν ὁρισμένοι μὲ τὸν παράνομο καὶ ἄδικο πλοῦτο τους. Κάποιοι γιατροὶ καὶ δικηγόροι ποὺ κοιτᾶνε νὰ σοῦ τὰ πάρουν ἀπὸ τὰ χέρια, κάποιοι δασκάλοι ποὺ ἐμπορεύονται τὶς γνώσεις τους, ὅσες βέβαια ἔχουν, κάποιοι πολιτευόμενοι ποὺ διψᾶνε γιὰ δόξα καὶ χρῆμα, καὶ -τὸ χειρότερο ἀπ’ ὅλα- κάποιοι κληρικοὶ ποὺ δὲν ἔχουν ἱερὸ καὶ ὅσιο, καὶ κοιτᾶνε νὰ ξεμοναχιάσουν καμμιὰ ἀπελπισμένη γριά, χήρα ἢ ἄκληρη, γιὰ νὰ τὴν κληρονομήσουν. Ὅλοι αὐτοὶ σκᾶνε ἀπὸ ὑγεία. Καὶ κάποια καλὰ παιδιά, σὰν τὸν Ἀλέξη, φεύγουν γιὰ πάντα καὶ πηγαίνουν σὲ τόπο χλοερό, ὅπου -ὅπως λένε- δὲν ὑπάρχει λύπη, ὀδύνη, στεναγμοὶ καὶ πόνοι. Ἔτσι δὲν εἶναι; Γιὰ πεῖτε μας κι ἐσεῖς ποὺ φαίνεστε γραμματιζούμενος ἄνθρωπος.
Δὲν εἶχα τίποτα νὰ τοῦ ἀπαντήσω. Μόνο εὐχήθηκα νὰ εἴμαστε καλὰ γιὰ νὰ τὸν θυμόμαστε. Κι ἔφυγα. Καὶ τότε πιὰ δὲν μπόρεσα νὰ συγκρατήσω τὰ δάκρυά μου.
ΑΡΧΙΚΗ ΦΩΤΟ: Αρχείο iliaenimerosi