“Kυριακάτικα”: Ο Πύργιος ιστοριοδίφης Διονύσιος Ν. Κωνσταντόπουλος και το έργο του «50 χρόνια ζωής του Πύργου, 1900-1950»

“Kυριακάτικα”: Ο Πύργιος ιστοριοδίφης Διονύσιος Ν. Κωνσταντόπουλος και το έργο του «50 χρόνια ζωής του Πύργου, 1900-1950»

*του Αθανάσιου Φωτόπουλου, πρ. Καθηγητή Ιστορίας Πανεπιστημίου Πατρών

Αθανάσιος Φωτόπουλος, πρ. Καθηγητής Ιστορίας Πανεπιστημίου Πατρών

 Ὑπάρχουν μερικὲς μορφὲς Πυργίων ποὺ στὸν καιρό τους πρόσφεραν ποικίλες υπηρεσίες στὴν πόλη τους. Κάποιοι τιμήθηκαν μὲ προτομές, ἄλλων δόθηκαν τὰ ὀνόματα σὲ δρόμους καὶ πλατεῖες.

Ὑπάρχουν καὶ μερικοὶ ποὺ ἔχουν σχεδὸν λησμο­νηθεῖ καὶ τὸ ἔργο τους περιμένει τὸν ὑπομονετικὸ ἐρευνητὴ τοῦ παρελθό-ντος, γιὰ νὰ τὸ φέρει στὸ φῶς. Ἕνας ἀπό τοὺς τελευταίους εἶναι ὁ δικηγόρος καὶ συγγραφέας Διον. Ν. Κωνσταντόπουλος, γιὰ τὸν ὁποῖο λίγες μόνο γραμμὲς γράφτηκαν παλαιότερα. (Ἐκτενέστερα, βλ. Ἀθανασίου Θ. Φωτοπούλου, «Ὁ ἱστορικὸς τοῦ Πύργου Διονύσιος Ν. Κωνστα-ντόπουλος καὶ τὸ ἔργο του», Πρακτικὰ Ἠλειακοῦ Πνευματικοῦ Συμποσίου 1993, Ἀθῆναι 1994, σσ. 455-461).

Ὁ Διον. Κωνσταντόπουλος γεννήθηκε στὸν Πύργο τὸ 1897. Ὁ πατέρας του Νικόλαος καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Σάγκα τοῦ τ. δήμου Μαντινείας καὶ διατηροῦσε πανδοχεῖο (τὸ «Χάνι τοῦ Κόλια») κοντὰ στὸν σιδηροδρομικὸ σταθμό. Ἀπὸ τὴν πολυμελῆ οἰκογένεια Κωνσταντοπού­λου μόνο ὁ Διονύσιος ἔδειξε ἰδιαίτερη ἐπίδοση στὰ γράμματα. Μετὰ τὶς ἐγκύκλιες σπουδές του, γράφτηκε στὴ Νομικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν (1915). Κατὰ τὴ διάρκεια τῶν σπουδῶν του στρατεύθηκε καὶ ὑπηρέτησε στὸ Μακεδονικὸ μέτωπο κατὰ τὶς ἐπιχειρήσεις τῆς Ἀντὰντ ἐναντίον τῶν Γερμανο – Βουλγάρων, καθὼς καὶ στὸ μικρασιατικὸ μέτωπο μέχρι τὴν τραγικὴ καταστροφὴ τοῦ 1922. Τὸ 1923 ἔδωσε διπλωματικὲς ἐξετάσεις καὶ τὸν Ἰούλιο τοῦ 1924 ἄρχισε νὰ δικηγορεῖ στὸ Πρωτοδικεῖο Ἠλείας. Τὸν Δεκέμβριο τοῦ ἴδιου ἔτους ἐγκαταστάθηκε μόνιμα στὴν Ἀθήνα, κι ἀπ’ τὸ 1942 δικηγοροῦσε στὸν  Ἄρειο Πάγο καὶ τὸ Συμβούλιο Ἐπικρα­τείας. Ἀπὸ τὸν γάμο του ἀπέκτησε τέσσερις κόρες, καὶ πέθανε πλήρης ἡμερῶν τὴν 14η Μαρτίου 1985.

Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ κυρίως ἐπάγγελμά του ἀσχολήθηκε καὶ μὲ τὰ Γράμματα. Τὸν εἵλκυσε κυρίως τὸ διήγημα καὶ ἡ Ἱστορία, σχετικὰ δὲ κείμενά του δημοσιεύτηκαν σὲ ἐφημερίδες («Ἡ Αὐγή» Πύργου, «Δικηγορικὸς Ἀγών» Ἀθηνῶν) καὶ περιοδικὰ («Νέα Ἑστία», «Ξενία» κ.ἄ.).

Τὸ πρῶτο του βιβλίο ἐξέδωκε τὸ 1947. Ἦταν μία συλλογὴ διηγημάτων μὲ τὸν τίτλο «Τὸ βὰλς τῆς ζωῆς» (σελ. 161). Ὁ Γρηγ. Ξενόπουλος, στὸν ἐκτενῆ πρόλογό του (σ. 5-12), ἔγραψε μεταξὺ ἄλλων καὶ τὰ ἑξῆς: «Τὸ διάβασμα τῶν διηγημάτων αὐτῶν ἦταν γιὰ μένα μιὰ χαρά, μιὰ ἀποκάλυψη. Βρισκόμουν ξαφvικά, ἀπρόοπτα, μπροστὰ σ’ ἕνα ταλέντο τόσο ἰδιόρρυθμο, μὰ καὶ τόσο καλλιεργημέvο, τόσο ἐξελιγμένο. ὥστε ἀποροῦσα πῶς δὲν εἶχε γίνει ἀκόμα γνωστό.­ Ὅ,τι προπάντων μοῦ χτύπησε ἀπ’ αὐτὴ τὴ διηγηματογραφία, εἶναι ἡ πρωτοτυπία της. Πρωτοτυπία καὶ στὰ θέματα, καὶ στοὺς τύπους καὶ στὴν ψυχολογία, καὶ στὸ  ὕφος, καὶ στὴ γλώσσα».

Στὸ βιβλίο του αὐτὸ ὁ συγγραφέας δὲν συμπεριέλαβε ὅλα τὰ διηγήματα ποὺ εἶχε γράψει. Κάποια ἔμειναν ἀνέκδοτα. Ἀπὸ τὰ λογοτεχνικά του ἔργα δημοσίευσε [«Νέα Ἑστία», τ. 46 (1949), ἀρ. 529 (σσ. 910-912), 530 (σσ. 984-986), 531 (σσ. 1041-1043)] τὸ ἐκτενὲς διήγημά του «Εὔτυχος καὶ Ἀριστέα», ὅπου περιγράφει τὸν πλατωνικὸ ἔρωτα δυὸ νέων μαθητῶν τοῦ Γυμνασίου Πύργου. Πίσω ἀπὸ τὸν Εὔτυχο κρύβεται ὁ ἴδιος ὁ συγγραφέας καὶ ἡ Ἀριστέα ἦταν ἡ συμμαθήτριά του Ἀριστέα Ἰω. Κώσκωρη. «Στὴν ἱερὴ σκιά της († 11-11-1917)» ἀφιερώνει τὸ «ἀφήγημά» του αὐτό.

 Τὸ «ἱστορικό» ἔργο του ἀφορᾶ στὴν Ἱστορία τῆς γενέτειράς του, τῆς πόλης τοῦ Πύργου. Μία πρόσκληση γιὰ συνεργασία στὴν ἑβδομαδιαία ἐφημερίδα «Αὐγή» τοῦ Πύργου, τὴν ὁποία εἶχε ἱδρύσει καὶ διηύθυνε ὁ φίλος του Αὔγουστος Καπογιάννης, ἀποτέλεσε τὸ ἔναυσμα γιὰ τὴ συγγραφὴ ὀγκώδους ἔργου ὑπὸ τὸν τίτλο «Πενήντα χρόνια ζωῆς τοῦ Πύργου (1900-1950)». Ἡ δημοσίευσή του ἔγινε ἀπὸ τὶς στῆλες τῆς παραπάνω ἐφημερίδας σὲ συνέχειες καὶ κράτησε γιὰ δυὸ περίπου χρόνια (30 Ἰουλίου 1956 – 30 Ἰουνίου 1958). Ἀμέσως μετὰ ὁ συγγραφέας δακτυλογράφησε τὸ κείμενο καὶ τὸ βιβλιοδέτησε σὲ τρεῖς τόμους (τ. Α΄-Γ΄), τοὺς ὁποίους κατέθεσε στὴ Δημοσία Βιβλιοθήκη Πύργου.

Στὴ σ. δ΄ τοῦ Α΄ τόμου ὑπάρχει ἡ ἑξῆς ἀφιέρωση τοῦ συγγραφέα: «Στὴν Ἱερὴ Σκιὰ τῆς Μάννας μου, τοῦ Πατέρα μου καὶ τῆς συμμαθήτριάς μου Ἀριστέας Ἰω. Κώσκωρη».

Στὸν πρόλογό του ὁ συγγραφέας λέγει ὅτι ἐπιχειρεῖ ν’ ἀνασυνθέσει τὴν Ἱστορία  -ἔστω καὶ μιᾶς μονάχα γενιᾶς- τοῦ τόπου του. Ἀναγνωρίζει ὅτι ἡ προσπάθειά του ἦταν δύσκολη, γιατί ἔλειπαν οἱ γραπτὲς πηγές, καὶ γι’ αὐτὸ κατέφυγε σὲ ἀναμνήσεις δικές του καὶ τῶν φίλων του.

 Ἄς μὴ νoμιστεῖ ὅτι τὸ ἔργο εἶναι καθαρὰ ἀπομνημονευματικοῦ τύπου. Σ’ αὐτό, ὅπως μπορεῖ ν’ ἀντιληφθεῖ ἕνας ἔμπειρος ἐρευνητής, ἔχει γίνει χρήση καὶ κάποιων γραπτῶν -ἔμμεσων- πηγῶν τῆς Ἱστορίας. Ὁ συγγραφέας ἐρεύνησε τόμους τοπι­κῶν καὶ ἄλλων ἐφημερίδων, πολλὲς ἀπὸ τὶς ὁποῖες δὲν σώζονται πλέον σήμερα. Σὰν μέλισσα ἀπεκόμισε κάθε στοιχεῖο, ποὺ ἦταν χρήσιμο γιὰ τὴ μελέτη τῆς τοπικῆς Ἱστορίας καὶ τὸ ἀξιοποίησε κατάλληλα. Τὰ δημοσιεύματα αὐτὰ ἀντέγραψε, δακτυλο­γράφησε καὶ βιβλιοδέτησε σὲ 5 τόμους, ποὺ ἀποτελοῦν συνέχεια (τ. Δ΄-Η΄) τοῦ κυρίως ἔργου του. (Δυστυχῶς, ὁ τ. ΣΤ΄ ἔχει ἀφαιρεθεῖ πρὸ ἐτῶν ἀπὸ τὴ σειρὰ τῆς Δημοσίας Βιβλιοθήκης Πύργου).

Γιὰ τὸ ἔργο τοῦ Κωνσταντόπουλου ὑπάρχoυν καὶ κρίσεις παλαιοτέρων Πυργίων, πνευματικῶν του συνοδοιπόρων ποὺ δὲν ζοῦν σήμερα. Ὁ Τάκης Δημόπουλος ἔγρα­ψε (ἐφημ. «Ἡ Αὐγή» Πύργου, 4.8.1958): «… Ὁ Διον. Ν. Κωνσταντόπουλος κατάγεται ἀπ’ εὐθείας ἀπὸ τὴν παλιά μας πυργιώτικη πνευμα­τικὴ συντροφιὰ (1910-1920) […]. Στὸ σύνολό της ἡ ἐργασία αὐτὴ παρουσίασε μιὰ θαυμαστὴ γιὰ τὸν πλοῦτο της ποικιλία. Ὁ συγγραφεὺς ἅρπαξε κι ἔδρεψε ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ συμβάντα καὶ μορφὲς κινούμενος ἐλεύθερα μέσα στὴν ἐκτεταμένη ἁπλοχωριὰ μισοῦ αἰῶνος. Ἀπ΄ τὴ σταφιδικὴ ζωὴ μέχρι τὶς μουσικοφιλολογικὲς συγκεντρώσεις. Ἀπὸ τὶς ταβέρνες καὶ τὶς φτωχογειτονιὲς μέχρι τὰ εὐγενικὰ παλιὰ σαλόνια. Ἀπὸ τὸν ἀρχοντικό μας ἱεράρχη Δαμασκηνὸ μέχρι τὸ λαϊκὸ προφήτη Καλαμπόκα καὶ τὸν γέρο-Λάζο τὸν κουλουρᾶ.

Πολλοὶ θὰ χαρακτηρίσουν αὐτὴ τὴ μακρόχρονη (καὶ στὸ περιεχόμενον καὶ στὸ γράψιμο) ἐργασία ἆθλο, γιατί ἐξυπονοεῖ μόχθο ἀφάνταστο. Καὶ θὰ ἔχουν δlκιο. Ἄλλοι ἀντίθετα  θὰ τὴ θεωρήσουν μιὰ αὐθόρμητη καὶ εὔκολη τῆς μνήμης σταχυολόγηση. Καὶ δὲ θἄχoυν καὶ αὐτοὶ ἄδικο. Μὰ τὸ σοβαρώτερο εἶναι νὰ διακρίνουμε πίσω κι ἀπὸ τὸν ἆθλο κι ἀπὸ τὴν αὐθoρμησία τὸ κρυμμέvο ψυχικὸ κίνητρο. Κρυμμένο; Καθόλου. Δὲν κατώρθωσε να τὸ κρύψῃ οὔτε τὸ ἀντικειμενικὸ ὕφος οὔτε ἡ ἀφηγηματικὴ κάθε τόσο ξηρότης. Οὔτε κἂν ὅταν ὁ ἀφηγητής χαμογελοῦσε καὶ ξεσποῦσε μαζί μας σὲ γέλια μὲ τὸ δεῖνα ἀστεῖο πρόσωπο καὶ μὲ τὸ τάδε εὐτράπελο ἐπεισόδιο. Ἕνας καλὸς ψυχολόγος θὰ διέκρινε συνεχῶς καὶ ἀδιάκοπα τὴν εὐγενικὴ καὶ ὁλόθερμη λαχτάρα τοῦ νοσταλγοῦ καὶ τὴν εὐαισθησία τοῦ στοχαστῆ. Τὴν εὐαισθησία αὐτή, ἔτσι ὅπως με-ταμφιέζεται στὸ μεγαλύτερο μέρος τῶν Ἀναμνήσεων, μοῦ τὴν ὠνόμασε ὁ Τάκης Δόξας «πυργιώτι­κη». Ἂς εἶναι κι ἔτσι. Μακάρι νὰ βρεθοῦνε κι ἄλλες τέτοιες εὐαισθησίες νὰ συμπληρώσουν καὶ νὰ μελετήσουν τὸν παλιὸ Πύργο (πέρα μάλιστα κι ἀπὸ τὸ 1900) καὶ νὰ περισώσουν, ὅσο εἶναι καιρός, πολύτιμα χρονικὰ καὶ μνῆμες καὶ τοπικὰ κειμήλια…».

Τάκης Δόξας, μετὰ τὴν ὁλoκλήρωση τῆς δημοσίευσης τοῦ ἔργου, ἔγραψε ἕνα ἐνθουσιῶδες ἄρθρο (ἐφημ. «Ἡ Αὐγή» Πύργου, 14.7.1958), ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἀποσποῦμε τὰ  ἑξῆς: «Τώρα ποὺ ἕνα βαρυσήμαντο ἒργο πέρασε στὴν ἀθανασία…, μποροῦμε νὰ σταθοῦμε μὲ δέος κι εὐλάβεια μπροστά του… Ὁ συγγραφέας μὲ τὸ ἔργο του, ἀνώτερο καὶ πολύτιμο σὲ σύλληψη, θεμελίωνε γερὰ τὴν Ἱστορlα τοῦ Τόπου μας […]. Τὸ χρέος του ἦταν πολύπλευρο καὶ γι’  αὐτὸ τρομερὰ βαρύ. Ἔπρεπε νὰ ἐπιστρατεύσει τὴ μνήμη τὴ δική του καὶ νὰ κεντρίσει τῶν ἄλλων. Ὄφειλε νὰ παραμερίσει τὶς ὑποκειμενικὲς συμπάθειες καὶ νὰ γίνει συλλέκτης, συλλογεὺς καὶ διαμορφωτὴς γεγονότων ποὺ εἴτε τὰ ἔζησε ὁ ἴδιος ὅταν ἔμενε στὸν Πύργο, εἴτε τὰ ἔζησαν ἄλλοι ὅταν αὐτὸς ἀποφάσισε καὶ ξερριζώθηκε ἀπὸ τὰ Ἱερὰ τοῦτα χώματα ποὺ τόσο ἀγάπησε, ἀπαιτοῦσαν ὁπωσδήποτε μιὰ ταξινόμηση καὶ μιὰ ἀντικειμενικὴ καταγραφή. Μὰ εἶχε μὲ τὸ μέρος του τὴν εὐθυκρισία, τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴ νοσταλγία. Εἶχε βαθιά του κείνη τὴν ἀλλόκοτη κι ἐξαίσια μαζὶ αἴσθηση τοῦ καθήκοντος ἀπέναντι στὸ Χρόνο, στὴν ‘Αλήθεια καὶ στὴ Δικαιοσύνη […]. Ὁ συγγραφέας, φανατικὸς πατριδολάτρης, μὰ καὶ πλασμέ­νος λογοτέχνης, δὲν ἔδοσε τὰ γεγονότα μὲ τὴν ξηρότητα τοῦ Ἱστορικοῦ ποὺ μοναδικός του σκοπὸς εἶναι νὰ σταθεῖ στὴ γυμνὴ ἀλήθεια. Mίλησε σὰ ρομαντικὸς ἀφηγητής, σοβαρὸς καὶ χαριτο-λόγος ὅπου ἔπρεπε, ἐμφανίζοντας πάντα ἕνα πειθαρχημένο λόγο προικισμένον ἀπὸ ἐνημερωμένα ἐκφραστικὰ μέσα ὅπου καθυπόταξε τὸ περιττό. Mίλησε καὶ σὰν ποιητής. Σὰν ἕνας γνήσιος κι εὐαίσθητος ρομα­ντικὸς ποιητὴς ποὺ ἔζησε καὶ  πληγώθηκε ἀπ’ τὴ ζωὴ κι’ ἀπὸ τὸν κόσμο τοῦ καιροῦ του, μὰ ποὺ ὁ ξερριζωτὴς ὁ χρόνος κι’ οἱ καταιγίδες τῶν ἰδεῶν δὲν κατόρθωσαν νὰ φθείρουν τῆς ψυχῆς του τὸ γαλάζιο χρῶμα».

Τώρα, ποὺ ἡ διδασκαλία τῆς τοπικῆς Ἱστορίας ἀναβαθμίστηκε καὶ εἰσέρχεται στὸν χῶρο τῆς ἐκπαίδευσης ἐξυπηρετώντας ὄχι μόνο ἐπιστημονικοὺς ἄλλα κοινωvι­κοὺς καὶ περιβαλλοντικοὺς σκοπούς, ἐπιβάλλεται ἡ ἐπισήμανση καὶ ἔκδοση πα­λαιοτέρων ἔργων, καθὼς καὶ ἡ παροχὴ κινήτρων γιὰ τὴ συγγραφὴ νέων, ποὺ δὲν θὰ προκαλοῦν ἁπλῶς νοσταλγικὲς ἀναμνήσεις, ἀλλὰ θὰ διδάσκουν, θὰ ἐμπνέουν καὶ θὰ καθοδηγοῦν. Γι’ αὐτὸ κρίναμε ὄχι ἁπλῶς σκόπιμη, ἀλλὰ ἀπαραίτητη τὴ δημοσίευση τοῦ ἔργου τοῦ Διον. Ν. Κωνσταντόπουλου δίνοντας ἔτσι τὴν εὐκαιρία κυρίως στοὺς συμπολίτες μας νὰ γνωρίσουν στοιχεῖα τοῦ ἱστορικοῦ παρελθόντος τοῦ τόπου μας.     

                                        

                                                                  

 

ΑΡΘΡΑ ΗΛΕΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ