“Kυριακάτικα”: Παναγιώτης Κονδύλης (1943-1998)… μικρό μνημόσυνο

“Kυριακάτικα”: Παναγιώτης Κονδύλης (1943-1998)… μικρό μνημόσυνο

του Αθανάσιου Φωτόπουλου, πρ. Καθηγητή Ιστορίας Πανεπιστημίου Πατρών

Αθανάσιος Φωτόπουλος, πρ. Καθηγητής Ιστορίας Πανεπιστημίου Πατρών

Το έτος 2008 αφιερώσαμε στον Παναγιώτη Κονδύλη (ΑΡΧΙΚΗ ΦΩΤΟ), τον εξ Ολυμπίας φιλόσοφο με παν-ευρωπαϊκή εμβέλεια, 2 τεύχη του περιοδικού μας «Ηλειακή Επιθεώρηση» (αρ. 19-20).

Η γενέθλια γη του δεν τον ετίμησε όσο θα του άξιζε. Μάλιστα δεν φρόντισε να αποκτήσει, μετά τον πρόωρο θάνατό του, την πολύτιμη βιβλιοθήκη του που κατέληξε στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Φροντίσαμε να αποκτήσουμε το Υπόμνημα που υπέβαλε  στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (Μάιος του 1980) και δεν είχε γίνει μνεία περί αυτού από καμμιά πηγή. Ως γνωστόν, οι σοφοί φιλόσοφοι του Αθήνησι δεν τον ήθελαν για συνάδελφό τους, γιατί θα λειτουργούσε ως πικρό γι’  αυτούς μέτρο σύγκρισης, και δεν τον εξέλεξαν.

Γνωρίσαμε και σχετιστήκαμε με τον μεγάλο συμπατριώτη μας στη Χίο, στο συνέδριο «Κοραής και Χίος» (11-15/5/1983), όπου αμφότεροι ήμασταν σύνεδροι και κάναμε επιστημονικές ανακοινώσεις. Του ζήτησα τα βιογραφικά στοιχεία του και μού έστειλε το Υπόμνημα (σελ. 31) που προανέφερα. Από αυτό παραλαμβάνω ένα μικρό τμήμα και το γνωστοποιώ στους συμπατριώτες μου, για να γνωρίσουν την πνευματική πορεία ενός άξιου παιδιού της Ηλειακής γης.

Βιογραφικά στοιχεία και πνευματικοί προσανατολισμοί

Γεννήθηκα στις 17 Αυγούστου 1943 στην Αρχαία Ολυμπία Ηλείας. Η οικογένειά μου μετοίκησε το 1949 στη Νέα Ερυθραία Αττικής, όπου άρχισα και ετελείωσα το Δημοτικό Σχολείο. Από το 1955 έως το 1961 μαθήτευσα στο Γυμνάσιο Κηφισιάς. Από τα πρώτα γυμνασιακά μου χρόνια προσπάθησα να συνδυάσω τις υποχρεωτικές μου μαθητικές ένασχολήσεις με την συστηματική εκμάθηση ξένων γλωσσών καθώς και με ελεύθερη μελέτη, που περιλάμβανε όχι μόνο κείμενα της νεοελληνικής και ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, αλλά και έργα ιστορικού και φιλοσοφικού περιεχομένου. Η ιδιαίτερη κλίση μου προς τα αρχαία ελληνικά με οδήγησε, μέσα από την ίδια την μελέτη της γλώσσας, σε μια πρώτη ανακάλυψη του πνευματικού κόσμου των προσωκρατικών, του Πλάτωνα και του Θουκυδίδη, η οποία άφησε ίχνη αρκετά ισχυρά, ώστε να διαγράψουν την πορεία μελλοντικών προβληματισμών μου.

Μετά την αποφοίτησή μου από το Γυμνάσιο έδωσα εξετάσεις στη Νομική Σχολή Αθηνών, επιτυγχάνοντας μεταξύ των πρώτων. Σύντομα διαπίστωσα, ότι οι νομικές σπουδές δεν ικανοποιούσαν τα βαθύτερα ενδιαφέροντά μου, και έτσι τις διέκοψα μετά ένα, μόλις, χρόνο, για να δώσω –το 1963– εισαγωγικές εξετάσεις στην Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών. Πέτυχα πρώτος μεταξύ τεσσάρων χιλιάδων υποψηφίων και παρέμεινα υπότροφος του ΙΚΥ κατά την διάρκεια των σπουδών μου. Υπήρξα τακτικός ακροατής των παραδόσεων των καθηγητών κ.κ. (κατ’ αλφαβητική σειρά) Βουρβέρη, Ζακυθηνού, Ζώρα, Θεοδωρακοπούλου, Κορρέ, Κουρμούλη, Λουϊζίδη, Μαρινάτου, Σπετσιέρη. Ο τότε καθηγητής της Βυζαντινής Φιλολογίας κ. Τωμαδάκης μου έκαμε την τιμή να με προσλάβη ως (άμισθο) βοηθό του, και η σχετικά ολιγόχρονη, αλλά έντονη επίδοσή μου στην μελέτη μεσαιωνικών κειμένων μου προσεπόρισε ένα μόνιμο πνευματικό κέρδος, και μάλιστα υπό διπλή έννοια: με βοήθησε να δω την γέφυρα, που συνδέει τον Όμηρο και τον Αισχύλο με τον Παλαμά και τον Ελύτη, και να συλλάβω, έτσι, την θεμελιώδη ενότητα της ελληνικής γλώσσας καθώς και τον έντονο δυναμισμό, ο οποίος απορρέει από την ενότητα αυτή, γεννώντας αδιάκοπα λογοτεχνία υψηλής στάθμης· και οι διαπιστώσεις αυτές μου έδειξαν, με την σειρά τους, την πνευματική στειρότητα κάθε μορφής γλωσσικής μισαλλοδοξίας.

Εν τούτοις το κέντρο βάρους των μελετών μου μετατοπίσθηκε από ενωρίς προς την Φιλοσοφία. Με αφετηρία τον αρχαιοελληνική θεμελιώδη διατύπωση των οντολογικών και γνωσιοθεωρητικών προβλημάτων και προσπαθώντας να εμβαθύνω στην λογική τους δομή (και) μέσα από τις μεταγενέστερες λύσεις που δοθήκαν σ’ αυτά, στράφηκα βαθμηδόν προς μια κεντρική και αντιπροσωπευτική –τόσο ως προς τον πολυσχιδή της χαρακτήρα όσο και ως προς την ενότητα του προβληματισμού της– εποχή της νεώτερης φιλοσοφίας, δηλ. την κλασσική γερμανική φιλοσοφική σκέψη, όπως οριοθετείται από τον Καντ και μετεξελίσσεται προς διαφορετικές κατευθύνσεις από τους Fichte, Schelling και Hegel μαζί με μια πλειάδα λιγότερο επιφανών στοχαστών. Παράλληλα και συμπληρωματικά κινούσαν το ενδιαφέρον μου τα προβλήματα της πολιτικής φιλοσοφίας· στον τομέα αυτόν ασχολήθηκα ιδιαίτερα με την ανανέωση και μετοχέτευση του ρεύματος εκείνου, που εκπροσωπείται παραδειγματικά από τον Θουκυδίδη, από μέρους πολιτικών θεωρητικών των Νέων Χρόνων, οδηγούμενος έτσι στην μελέτη του Machiavelli,του Hobbes και του Max Weber.

Υπηρέτησα την στρατιωτική μου θητεία από τον Ιανουάριο του 1967 έως τον Ιανουάριο του 1969, δίδοντας ταυτοχρόνως τις πτυχιακές εξετάσεις μου, τις οποίες επεράτωσα τον Ιούνιο του 1969, οπότε και έλαβα το πτυχίο της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών με τον βαθμό «λίαν καλώς». Αμέσως κατόπιν, υπό την πίεση βιοποριστικών αναγκών και με τον σκοπό να συγκεντρώσω χρήματα προς συνέχιση των σπουδών μου στο εξωτερικό, άρχισα να εργάζωμαι ως μεταφραστής. Κατά την διετία 1969 – 1971 μετέφρασα μία σειρά έργων από τέσσαρες, συνολικά, γλώσσες, μεταξύ των οποίων και έργα φιλοσοφικά (όπως το «Δοκίμιο για τον άνθρωπο» του Ε. Cassirer, τις «Απαρχές της αστικής φιλοσοφίας της Ιστορίας» του Μ. Horkheimer και την «Φιλοσοφία της Γαλλικής Επαναστάσεως» του Β. Croethuysen) καθώς επίσης κοινωνιολογικά και αισθητικά (το σημαντικότερο απ’ αυτά είναι η τετράτομη «Κοινωνική ιστορία της τέχνης» του A. Hauser). Παρά τον κοπιώδη και συχνά άχαρι χαρακτήρα της η μεταφραστική εργασία με ωφέλησε, γιατί με έθεσε απ’ ευθείας αντιμέτωπο με το κρίσιμο πρόβλημα της νεοελληνικής φιλοσοφικής ορολογίας, του οποίου η ενιαία επίλυση –ίσως με την βοήθεια του ακόμη αναξιοποίητου γλωσσικού πλούτου των αρχαίων σχολιαστών, της λόγιας βυζαντινής παραδόσεως ή των Ελλήνων φιλοσόφων της Τουρκοκρατίας και του Διαφωτισμού– αποτελεί ένα μόνιμο desideratum της πνευματικής μας ζωής.

Παράλληλα με την μεταφραστική μου εργασία συνέχιζα τις φιλοσοφικές μου μελέτες μέχρι την αναχώρησή μου για την Γερμανία, όπου από τον Οκτώβριο του 1971 έως τον Δεκέμβριο του 1977, οπότε έλαβα τον τίτλο του διδάκτορος με τον γενικό βαθμό «magna cum laude», εσπούδασα Φιλοσοφία (ως κύριο μάθημα), Πολιτικές Επιστήμες και Νεότερη Ευρωπαϊκή Ιστορία (ως δευτερεύοντα). Τα δύο πρώτα εξάμηνα παρακολούθησα παραδόσεις και φροντιστήρια στο Παν/μιο της Φρανκφούρτης (ιδιαίτερα των καθηγητών B. Liebrucks, H. Schnädelbach, A. Schmidt και I. Fetscher) και κατόπιν φοίτησα αδιάκοπα στο Παν/μιο της Χαϊδελβέργης, όπου με προσείλκυσαν εκλεκτοί ερευνητές των τομέων του ενδιαφέροντός μου: εννοώ προ παντός τον H. G. Gadamer (τώρα Emeritus), τον σημαντικότερο σημερινό εκπρόσωπο της φιλοσοφικής ερμηνευτικής και εξίσου βαθύ γνώστη τόσο της ελληνικής όσο και της γερμανικής φιλοσοφίας, καθώς επίσης τον D. Henrich, του οποίου οι εργασίες αφορούν κυρίως στον γερμανικό ιδεαλισμό, και τον M. Theunissen, ο οποίος έχει πραγματευθεί ουσιώδεις πλευρές της εγελιανής φιλοσοφίας σε δύο βιβλία του. Στενές σχέσεις διατηρώ με τον επιφανή ιστορικό W. Conze (τώρα Emeritus), ο οποίος, σε συμφωνία με την μακρά παράδοση των εκπροσώπων της γερμανικής ιστοριογραφίας, κινείται με ίση άνεση στον χώρο της ιστορίας των φιλοσοφικών και πολιτικών ιδεών καθώς και της γενικής μεθοδολογίας των επιστημών. Η απόφασή μου να γνωρίσω κατά το δυνατόν καλύτερα τη νεότερη ευρωπαϊκή ιστορία, και μάλιστα τόσο από την κοινωνιολογική της έποψη όσο και από την σκοπιά των κεντρικών ιδεολογικών της ρευμάτων, ήταν στενά συνδεδεμένη όχι μόνο με το παλαιό ενδιαφέρον μου για τα θέματα της πολιτικής φιλοσοφίας, αλλά και με την πρωταρχική μου ενασχόληση, δηλ. την προβληματική της ευρωπαϊκής φιλοσοφικής σκέψης των Νέων Χρόνων. Μολονότι είμαι της γνώμης, ότι η ιστορική και κοινωνιολογική θεώρηση δεν μπορεί να εξαντλήσει το φιλοσοφικό φαινόμενο, ωστόσο είχα, από την άλλη πλευρά, την ευκαιρία να διαπιστώσω στην πράξη, πόσο χρήσιμος για τον ιστορικό της φιλοσοφίας είναι, πολλές φορές, ο επιστημονικός εκείνος κλάδος, που στον αγγλοσαξονικό κόσμο αποκαλείται σήμερα social history of ideas.

Στην Χαϊδελβέργη επιδόθηκα εξ αρχής στην εμβάθυνση των ερευνών μου γύρω από την καντιανή και μετακαντιανή φιλοσοφία και, με βάση την μακρά μου προεργασία, άρχισα σχεδόν αμέσως την συγγραφή της διατριβής μου, η οποία, παρά τον ασυνήθιστα μεγάλο της όγκο και την θεματική της ποικιλία, ολοκληρώθηκε ουσιαστικά σε διάστημα τεσσάρων περίπου ετών, μέχρι το καλοκαίρι του 1976· προφορικές εξετάσεις για το διδακτορικό πτυχίο έδωσα, εν τούτοις, περισσότερο από ένα χρόνο αργότερα, εν μέρει για να επεξεργασθώ με άνεση ορισμένα σημεία και εν μέρει λόγω φόρτου εργασίας και απουσιών των αρμοδίων καθηγητών. Η εργασία μου εκτιμήθηκε εξ αρχής, και με θερμές συνηγορίες των κατόπιν εισηγητών της καθηγητών D. Henrich και M. Theunissen έλαβα μία γενναιόδωρη υποτροφία της Γερμανικής Υπηρεσίας Ακαδημαϊκών Ανταλλαγών (DAAD), η οποία διήρκεσε είκοσι οκτώ μήνες, εξασφαλίζοντάς μου απρόσκοπτες συνθήκες εργασίας.

Μετά την αποπεράτωση της διατριβής μου παρέμεινα στην Χαϊδελβέργη, αφιερώνοντας μια συναπτή, ακόμη, τριετία σε εντατική έρευνα και συγγραφή. Η ανάλυση του έργου των μετακαντιανών –από τον Schiller έως τον Hölderlin και τον Hegel– με είχε ήδη ενωρίτερα φέρει σε επαφή με τον όψιμο γερμανικό Διαφωτισμό (Hamann, Lessing, Jacobi), ενώ παράλληλα είναι γνωστό, ποια θετική και αρνητική σημασία έχει η προβληματική του πρώιμου και μέσου γερμανικού Διαφωτισμού (Wolff και αντιβολφιανοί, προ παντός Crusius) για την διαμόρφωση του καντιανού κριτικισμού. Τόσο ιστορικοί όσο και συστηματικοί λόγοι με ωθούσαν, λοιπόν, προς την σύλληψη του γερμανικού Διαφωτισμού στην ολότητά του· όμως μια τέτοια ενιαία σύλληψη απαιτούσε, με την σειρά της, την ένταξη του γερμανικού Διαφωτισμού στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού, του οποίου αποτελεί ακέραιο τμήμα, παρά τις ουσιαστικές του ιδιομορφίες. Η φιλοσοφική–εννοιολογική ανασύνθεση του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, μαζί με την ταυτόχρονη ερμηνεία του μέσα από το πρίσμα της ιστορίας των ιδεών, αποτελεί το θέμα ενός νέου βιβλίου μου, που γράφθηκε επίσης στα γερμανικά και συμπληρώθηκε το φθινόπωρο του 1979. Η συστηματική ενασχόλησή μου με τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό συνοδεύθηκε, όπως ήταν φυσικό, από την περαιτέρω εντρύφησή μου στα πολιτικοϊδεολογικά ρεύματα της νεώτερης ευρωπαϊκής ιστορίας, και η εντρύφηση αυτή βρήκε, επίσης, την συγγραφική της έκφραση σ’ ένα μακρό άρθρο που έγραψα τελευταία για το γνωστό Lexikon der Geschichtlichen Grundbegriffe.

Κατά το διάστημα της εννεαετούς, σχεδόν, παραμονής μου στην Γερμανία είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω φιλοσοφικά συνέδρια, όπως το Kant – Kongress (Μάιντς 1974), το Hegel – Kongress (Στουτγάρδη 1975) και το Παγκόσμιο Συνέδριο Φιλοσοφίας (Ντύσσελντορφ 1978). Επιπλέον επισκέφθηκα επανειλημμένα την Γαλλία και την Αγγλία, όπου παρακολούθησα κατά καιρούς – βεβαίως αποσπασματικά – μαθήματα στην Σορβόννη, στην Οξφόρδη και στο Καίμπριτζ, και εργάσθηκα στις εκεί βιβλιοθήκες, ενημερούμενος επί τόπου για την φιλοσοφική και γενικότερη πνευματική ζωή. Οικεία μού είναι και η φιλοσοφική κίνηση της Ιταλίας, στην οποία έχω μεταβεί αρκετές φορές. Τα ταξίδια αυτά υποκινήθηκαν όχι μόνο από την ανάγκη για ενημέρωση στα θεωρητικά θέματα του αμέσου ενδιαφέροντός μου, αλλά και από την έντονη επιθυμία μου να έλθω σε ζωντανή επαφή με τις καλλιτεχνικές πραγματώσεις του ευρωπαϊκού πνεύματος, που, άλλωστε, αποτελούν μιαν αδιάσπαστη ενότητα με τις φιλοσοφικές και επιστημονικές του αποκρυσταλλώσεις. Οι εκάστοτε παραμονές μου στις χώρες της Δυτ. Ευρώπης υπήρξαν ιδιαίτερα γόνιμες, γιατί είχα από νεαρή ηλικία την ευκαιρία να μάθω τις κυριότερες ευρωπαϊκές γλώσσες. Γνωρίζω άριστα γερμανικά, αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά (όπως προανέφερα, από τις τέσσαρες αυτές γλώσσες έχω μεταφράσει βιβλία στα ελληνικά) και επίσης διαβάζω με άνεση ισπανικά.

ΑΡΘΡΑ ΗΛΕΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ